ετερογάστριος

ετερογάστριος
(heterogaster). Έντομα της οικογένειας των λυγαϊδών, που συγκροτούν ιδιαίτερο γένος. Πρόκειται για μικρά έντομα, που ζουν κυρίως σε ημιορεινές περιοχές της Ευρώπης, της Ασίας και της Αφρικής.
* * *
ἑτερογάστριος, -ον (Μ)
(για αδέλφια) αυτός που γεννήθηκε από άλλη μητέρα, ο ετεροθαλής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο-* + -γάστριος (< γαστήρ, γαστρός), πρβλ. ομο-γάστριος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἑτερογαστρίους — ἑτερογάστριος by another mother masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γαστήρ — η (AM γαστήρ) 1. η κοιλιά, το μέρος τού σώματος που περιέχει τα σπλάχνα, ανάμεσα στον θώρακα και στους μηρούς 2. το στομάχι 3. φρ. α) «βόσκειν ἥν γαστέρα» να γεμίσει την κοιλιά του Όμ. β) «γαστέρες οἶον» μόνο κοιλιές, μόνο για φαΐ (Ησίοδ.) μσν.… …   Dictionary of Greek

  • ετερο- — α συνθετικό λέξεων τής Αρχαίας, Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής με σημαντική παραγωγικότητα και τρεις κύριες σημασίες: α) «ο ένας από τούς δύο», σε αντίθεση με το αμφι * («και οι δύο») πρβλ. ετερομάσχαλος, ετερόστομος, ετερόφθαλμος κ.ά. β) «άλλος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”